TANGO ΒΑΤΡΑΧΩΝ 2000
ΣΤΙΧΟΙ
ΤΑΝΓΚΟ ΒΑΤΡΑΧΩΝ
Μεσοφέγγαρα Αυγουστιάτικα στις λίμνες
Τα νούφαρα κι οι ερωδιοί φιλιά ανταλλάσσουν
Χορεύουν αργόσυρτα τανγκό με το μαχαίρι τους γυμνό
Πάνω στα γλυκά νερά το πάθος να μοιράσουν
Νταβάδες βάτραχοι στον πόθο τους απάνω
Καμώνουν τους πρίγκηπες που όνειρα χαράσσουν
Διόνυσοι σαγηνευτές εξωτικοί τραγουδιστές
Τις παρθένες νύφες προσπαθούν να ξελογιάσουν
Κι αν το γλυκοχάραμα χρώματα , κραγιόν κι ελπίδες σβήνει
Κι οι ρυτίδες μου μάσκες στα παζάρια τρέχουν ν` αγοράσουν
Αλήθεια σας λέω είναι καλοί, είναι πολύ καλοί οι πρίγκηπες
Γιατί δε σκοτώνουν τις πουτάνες πριν γεράσουν.
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Είναι η θλίψη ερωτευμένο μικρό αγόρι
Είναι η ευτυχία τρελό καθημερινό ζόρι
Είναι μια σοκολάτα μόνο για δύο
Κι ότι περισσεύει σκουπίδια από ένα πορνείο
Είναι η θλίψη ηλιαχτίδα ,
τη γεννάει η νύχτα σαν ελπίδα
Στο χάραμα της ροδαυγής
εκεί που παιδικέ μου έρωτα αιμορραγείς
Ειναι η ευτυχία φωτιά πληγής
σβήνει με δάκρυα ανοιξιάτικης βροχής
Θάβει όνειρα στην αγκαλιά της γης ,
εκεί που ανθίζουν τα πιο όμορφα παραμύθια της ζωής
Είναι η θλίψη ερωτευμένη μικρή κοπέλα
Είναι η ευτυχία φυγή μοναξιάς και τρέλα
Είναι μια καραμέλα μόνο για δύο
Κι ότι περισσεύει περιτύλιγμα αστέγων στο κρύο
ΜΙΚΡΗ ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗ
Ρόδινα μικρά χελιδόνια υφαίνουν μεταξένια δάκρυα
Βυζαίνουν απ` το στήθος σου κι ο ουρανός ματώνει
Κι ο ουρανός ματώνει σαν χάδι στου οργασμού την άκρια
Της αυγής δροσοσταλιές, σ`ανθούς της καρδιάς σου
Θλιμμένες αγάπες ως κι η γη ματώνει
ως και η γη ματώνει να δροσίσει τα φλογισμένα φιλιά σου
Έλα μικρή θλιμμένη μου αγάπη πλασμένη από πηλό και στάχτη
Έλα και πάρε με μαζί σου ως τις κορφές του παραδείσου
Έλα μικρή θλιμμένη μου αγάπη του ονείρου που ματώνει
Σαν ο θάνατος κι ουρανός κι η νύχτα με κυκλώνει
Στον καθρέφτη αρώματα μέσα στα πόδια σου γυμνά
Ιδρωμένες ανάσες ως κι η νύχτα ματώνει
Ως κι η νύχτα ματώνει στης αστροπηγής σου τη φωτιά
Βιολετιές ανταύγειες γεύση του πόθου τρελή
Σαν τα μάτια σου κλέβουν το φιλί ως κι ο θάνατος ματώνει
Ως κι ο θάνατος ματώνει όταν στον έρωτα έχεις παραδοθεί
ΑΚΟΥΩ ΦΩΝΕΣ
Μια γαμημένη φωνή μου τρώει το κεφάλι
Τηλεοπτικοί αστέρες με ναρκώνουν πάλι
Σα μασκοφόροι σαλτάρουν οι διαφημιστές
Τα όνειρά μου τρελοί εκδικητές
Ακούω φωνές σου λέω, ακούω φωνές
Το μυαλό μου γεννά ουρλιαχτά, σιωπές
Ακούω φωνές σου λέω, ακούω φωνές
Σπέρνω φόβους, φόβους, θερίζω ενοχές
Μια γαμημένη φωνή με τρελαίνει
Ηλεκτρικό πριόνι σε πορεία μανιασμένη
Super market - ενημέρωσης μου πουλάνε σκατά
Γουρούνια πολιτικοί λένε ότι είναι γλυκά
Μια γαμημένη φωνή λέει κάνε το αντίστροφο
Ξεσκουριάζω απ`τ` αρχίδια ένα παλιό περίστροφο
Η τελευταία μου σφαίρα διατάζει "επί σκοπόν"
Σημαδεύω ένα διάβολο αρχιεπίσκοπο.
ΜΑΡΙΟΝΕΤΑ
Όλα μου τα λέει η τηλεόραση που ξέρει πάντα, πάντα το καλό μου
Το αφεντικό στη δουλειά ξέρει πάντα μα πάντα το καλό μου
Κρυφές κάμερες κλέβουν τα πιο τρελά μυστικά όνειρά μου
Οι γιατροί της κυβέρνησης σκοτώνουν στη γέννησή τους τα αισθήματα μου
Λένε πως είμαι άρρωστο μυαλό επικίνδυνος με ψυχικές διαταραχές
Γιατί ανοίγω αόρατες πόρτες, μπαίνω σε παιδικά δωμάτια με κούκλες πλαστικές
Γιατί τις βλέπω να γελάνε να κάνουν γυμνές ερωτικές σκηνές
Κι ακόμα λένε πως ροκανίζουν το κεφάλι μου μνήμες ζωντανές
Από όντα που χορεύουν ελεύθερα δίχως να κρέμονται από ουράνιες κλωστές
Κάτι που εγώ δεν έζησα και δε θα ζήσω ποτέ
Γιατί μου λένε πως γεννήθηκα από γρανάζια-μάνες-μηχανές
Και δεν υπήρξαν άνθρωποι που βύζαξαν μέσα σε αγάπες τρυφερές
Ποτέ ,ποτέ , ποτέ...
ΑΥΡΑ ΘΕΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Σαν έρχεται η ώρα που αλυσοδένονται τα φώτα
Χορεύουν αγκαλιασμένοι η στέρηση με τον κρύο ιδρώτα
Σαν έρχεται η ώρα που οι δροσοσταλίδες μακιγιάζ φορούν
Πεταλούδες μαύρες ξεδιψούν
πίνοντας έρωτες που δεν μπορούν ν`αγαπηθούν
Αύρα θεά του έρωτα του ήλιου βασιλιά
Πλέξτε μύθους-γιατρειά για `κείνα τα παιδιά
Για `κείνα τα παιδιά που εξόρισε της γης σας η αγκάλη
Να ταξιδεύουν μ` αλογόφιδα φτερωτά σ`ανείπωτη ζάλη
ΕΙ ΓΛΥΚΟ ΚΟΡΙΤΣΙ
Έι γλυκό κορίτσι
Κάπου σ` έχω ξαναδεί
Κάπου σ` έχω ξαναδεί
Μέσα σ` ένα παγωτό το καλοκαίρι
Κάπου σ` έχω ξαναδεί
Πάνω σ`ένα χριστουγεννιάτικο αστέρι
Σε είδα να κάνεις έρωτα
πάνω στης πεταλούδας τα φτερά
Σε είδα να κάνεις έρωτα
Στης ίριδας τα όνειρα τα πιο τρελά
Έι γλυκό κορίτσι
Κάπου σ` έχω ξαναδεί
Κάπου σ` έχω ξαναδεί
Πάνω σ` ένα κινέζικο σαντούρι
Κάπου σ` έχω ξαναδεί
Πάνω σ` ένα άστρο γλυφιτζούρι
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΑΝΕΜΩΝΑΣ
Τον είδαν, σκοτάδι απ` έξω
Στρέψαν τα φώτα κατά πάνω του
Ανάκατες φωνές στριγγλιές και βογκητά
Τον ματάδαν να γλιστρά κάτω απ` τους μπάτσους ,
τους φανοστάτες , το φεγγάρι.
Τον πετροβόλησαν του ρίξανε καναδυό ντουφεκιές
και κάμποσοι που κράταγαν μαχαίρι τον πρόφτασαν
Δυο δάχτυλα απ` την καρδιά το αίμα έτρεχε
Ένα παιδί λευτερώθηκε από το οργισμένο πλήθος
κι έβαλε το δάχτυλο στη λαβωματιά
Χρύσωσε...
Κατέβηκε η σελήνη να δει τα θάμα και φώτισε τον νεκρό
Ένα μεγάλο αστέρι έφεγγε κατά πάνω του
Φάνηκε ένα άσπρο περιστέρι μ` ανοιγμένες τις φτερούγες
Δάκρυσε η κοπελιά .
Με το μαντήλι της σκούπισε τον ιδρώτα στο πρόσωπό του και το φίλησε
Χρύσωσαν τα χείλια την, είπαν κλέφτρα
Δε την ξαναφίλησε κανείς...
Κάμανε καιρό από τότε να τη δούνε
Όταν την ξαναβρήκαν ήταν στο ίδιο μέρος που έδωσε το στερνό φιλί της
Οι γιαγιάδες έπαψαν να το εξιστορούν στα εγγόνια τους
Μονάχα σαν φύσαγε τα βράδια ο βοριάς, χρύσωναν τα μαντήλια των κοριτσιών
Βιαστικά εκείνες τα κένταγαν με κόκκινη κλωστή να τα χαρίσουν το πρωί στους αγαπητικούς
Τότες σταυροκοπιόντουσαν ακόμα στα εικονοστάσια
Τώρα λίγοι το θυμούνται...
Μόνο ο φονιάς ακόμα ακούει στα ανεμοδαρμένα παραθυρόφυλλά του
το τραγούδι του κοριτσιού που σεριανά λευκοντυμένη τις νύχτες
και μαζώνει ανεμώνες να τις χαρίσει στον αφέντη ήλιο
να τον καλοπιάσει
για ν` αγαπά τους ανθρώπους.
ΧΙΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ
Χίλια χρόνια μακριά από δω
’ρχοντας βασίλευε "ελέω θεό"
Στη χώρα των νεκρών των ήλιων
Των άδειων ματιών, των ψεύτικων αστείων
Στη χώρα του φιδιού, της στείρας φαντασίας
των χαμένων θαλασσών της ευτυχίας
Στη χώρα που σκοτώνουν τα παιδιά πριν ζήσουν
κι όνειρα στης μάνας τους την αγκαλιά ποθήσουν
Και μια μέρα διέταξε να εκτελεστούν
όσοι κάνουν έρωτα χωρίς να τον ρωτούν
Και μια μέρα διέταξε να εκτελεστούν
όσοι ονειρεύονται να αγαπηθούν
Χίλια χρόνια μακριά από δω
Εκεί που βασίλευε ο φόβος και το άδικο
Εξεγέρθηκαν τα ερωτευμένα παιδιά
Υψώνοντας στον ήλιο ξύλινα σπαθιά
Κι οι δικαστές τους κοίταζαν με τρόμο
Τα βρακιά του που`βρεχε έναν αστυνόμο
Και τον άρχοντα που βασίλευε "ελαίω θεό"
Τον κρεμάσαν στα μουσεία από το λαιμό
Κι εγώ ένας παλιάτσος βασιλιάς γελωτοποιών
Με κομμένη γλώσσα φυλακισμένος των θεών
Μια στιγμούλα φτάνει ν`αναρωτηθώ
Αν όλα γίναν χίλια χρόνια μακρυά από `δω
Η μήπως όλα τα έπλασα στο άρρωστό μου μυαλό.
ΟΝΕΙΡΟΦΑΝΤΑΣΙΑ
Ξέρεις εκείνον που χρόνια ζωγραφίζει
το ταξίδι της μοναδικής αγάπης
Και το πρωτότυπο για μια στιγμή χαρίζει
σε μια μαυρόασπρη καρδιά που τίποτα δεν την αγγίζει
Με τον φόβο πως αν φτάσει εκεί που η ονειροφαντασία κερδίζει
Θα `ναι η μόνη καρδιά που σε τίποτα άλλο δε θα ελπίζει
Ξέρεις εκείνον που ένα καράβι σκαλίζει
για το ταξίδι της μοναδικής αγάπης
Και κάθε μέρα με μίσος το βυθίζει
σ` ένα ενυδρείο μυαλό που αταξίδευτο ραγίζει
Με τον φόβο πως αν φτάσει εκεί που η ονειροφαντασία κερδίζει
Θα `ναι η μόνη καρδιά που σε τίποτα άλλο δε θα ελπίζει
ΑΡΖΕΝΤΙΝΑ
Αρζεντίνα. Rio de la plata.
Απ` τη μια μεριά του ποταμού η χωματερή ονείρων κι απ`την άλλη κρυστάλλινο χρυσάφι από ουρανοξύστες. Στη μέση τα λασπόνερα του ποταμού με βασιλιά τον Αχέροντα, να στέλνει τους βαρκάρηδες να πουλάνε τις κόρες τους, τις μανάδες τους, τις γυναίκες τους, τους απανταχού και τα πάντα πληρών αργοναύτες.
Χίλια εννιακόσια εβδομήντα οκτώ... σωτήριο έτος της Coca Cola.
Καλοκαιράκι, mundial, πόλη... Ροζάριο, Popay λιμανίσιο μπάρ με ladies dancing all night. Πληρωμένα χαμόγελα, φιλιά, χάδια, μαχαιρώματα. Consomation μωρό μου στην απελπισία μιας φτώχειας που κυνηγημένη χώθηκε στην πλούσια αγκαλιά πεινασμένων για περιπέτειες αρσενικών.
Νταβάδες με ασημένιους σουγιάδες που χαμογελάνε με κρύα μάτια και μετράνε τα κοκάλινα δαχτυλίδια των κοριτσιών.
Τα κορίτσια ονειρεύονται να πλουτίσουν κάποτε αν δε τα βρούνε πρώτα οι ρυτίδες ή μέσα σε κανένα χαντάκι. Τα κορίτσια κάναν τα πάντα για να κερνάς, ήταν καλά τα κορίτσια. Η πεταλούδα που είχα στην αγκαλιά μου... δεν την έπαιρνε κανείς. Γιατί, εκτός που είχε "τα ρούχα της" είχε κάνει και φυλακή λένε. Έσφαξε τον τελευταίο νταβατζή εραστή της. Της είχε τάξει βλέπεις την μεγάλη απόδραση και την παράτησε μ` ένα μωρό στην αγκαλιά.
Χαράματα βρέθηκα σουρωμένος σ' ένα ταξί να με πάει στη λάντζα κι από κει στο καράβι που περίμενε υπομονετικά για τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Συνεπιβάτες μου... είχα έναν παπά, έναν μπάτσο, ένα στρατηγό, ένα δεκανέα, έναν εφοριακό, ένα δικαστή, μια γραφειοκράτισσα, μια ρουφιάνα καλόγρια, δύο τραβεστί πολιτικούς, δύο χριστούς εσταυρωμένους καθολικά κι ορθόδοξα, έναν κομμουνιστή με φερετζέ τον αγκυλωτό σταυρό μια θλίψη και μια πουτάνα μοναξιά αβάσταχτη.
Κι ο μαλάκας ο ταξιτζής βρήκε να ληστέψει εμένα. Πετώντας με σαν το σκυλί στην ερημιά του κόσμου.
Και να φανταστείς πως ήμουν μόλις δεκάξι χρονών.
ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Παπαμάρκου Αδριανός - Κιθάρα
Μπουραζάνης Κώστας - Μπάσο
Σκαράκης Μαυρίκιος - Τύμπανα
Τσίγκος Γιώργος - Φωνητικά
ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΥΠΟΥ
ΠΟΠ & ΡΟΚ
Νοέμβριος 2000 - Τεύχος Νο 257
Τον θυμόμουν ρομαντικό τον Γιώργο Τσίγκο και ρομαντικά επιμένει στο νέο του δίσκο, ικανός να δώσει στους στίχους «Ρόδινα μικρά χελιδόνια υφαίνουν μεταξένια δάκρυα / Βυζαίνουν απ το στήθος σου κι ο ουρανός ματώνει / Σαν χάδι στου οργασμού την άκρια» την εκφραστικότητα που τους διαχωρίζει από το δήθεν ποιητικό μελό, αν και δεν καταπίνεται με τίποτα αυτό το «ελέω θεώ»....
Τον θυμόμουν όμως και σχετικά συγκρατημένο τραγουδιστή- και εδώ ένσταση: ο Γιώργος Τσίγκος υπερβάλει από την αρχή ως το τέλος στις ερμηνείες του, φτάνοντας ώρες ώρες να ηχεί κραυγαλέος. Πέφτει σε όλες τις παγίδες που ο συγγενής του υφολογικά Γιάννης Αγγελάκας μπορεί και αποφεύγει, καθώς έχει επίγνωση του ότι οι φωνητικοί περιορισμοί δεν μπορούν να υποκατασταθούν από τη βία κι εν τέλει την ακαλαισθησία της ακρότητας, αλλά από τον αυστηρότερο έλεγχο των εκφράσεων και των εντάσεων της ερμηνείας, δηλαδή από την περαιτέρω καλλιέργεια του ύφους του.
Καθώς όμως το Tango Βατράχων οδεύει προς την εμπειρικοκοινωνιολογική του κατάληξη, διαπιστώνει ότι ο Γιώργος Τσίγκος δεν έχει άλλη επιλογή από το να υπερβάλλει. Βλέπετε, παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται ώστε να ποικίλει ο ήχος και το στυλ του, ως τραγουδοποιός παραμένει αθεράπευτα ροκάς, δηλαδή κλειστός κι ανεπαρκής.
5 Α.Ζ.
Αθηνόραμα
29 Σεπτεμβρίου-5 Οκτωβρίου 00 - Περίοδος Β Νο 20
Τελικά δεν μπορείς να τα έχεις όλα: Δύο βήματα μπρος στη βαθύτερη αισθητική κατανόηση και τη δραστικότερη άσκηση της ροκ πράξης, τρία βήματα πίσω στη σύνθεση, τη μελωδία και την ερμηνευτική πρακτική.
**ΑΖ
Metal Hammer & Heavy Metal
9/2000 - Τεύχος Νo 189
Ο Γιώργος Τσίγκος και οι Μαύροι Κύκλοι έφτασαν αισίως στην Πέμπτη δισκογραφική τους δουλειά, μέσα σε μια δεκαετία ύπαρξης. Το «Tango Βατράχων» είναι ίσως η πιο ώριμη και ψαγμένη κυκλοφορία τους. Ακούγοντας κάποιο τραγούδι τους καταλαβαίνεις αμέσως ότι είναι αυτοί. Εδώ και χρόνια έχουν δημιουργήσει τον προσωπικό τους ήχο και τον ακολουθούν συνεχώς, άσχετα αν προσθέτουν πάντα πινελιές νεωτεριστικών στοιχείων σε κάθε album τους. Με πολύ μοντέρνο ήχο, έχουν χωριστεί και πάλι στα δύο, γράφοντας δυνατά τραγούδια με έντονα metal στοιχεία, από τη μια μεριά, και με πολλά ρομαντικά κομμάτια, από την άλλη, που φανερώνουν την ευαίσθητη πλευρά τους. Οι Μαύροι Κύκλοι ξέρουν την ιστορία του rock και φυσικά την αναπαράγουν φιλτραρισμένη μέσα από τη μουσική τους. Ένα άλμπουμ που θα το λατρέψετε ή θα το μισήσετε.
7 Τ.Γ.Π.
Δίφωνο
Απρίλιος 2001 - Τεύχος 67
Είναι σχεδόν συγκινητική, θα έλεγε κανείς, η επιμονή του Γιώργου Τσίγκου στο ελληνοπρεπές ηλεκτρικό ρόκ. Τούτος εδώ είναι αισίως ο πέμπτος του δίσκος και λίγο έχουν αλλάξει σε σχέση με το προ δεκαετίας ντεμπούτο του, Τετραγωνισμένα Φύλλα . Αυτό δεν οφείλεται, προφανώς, στο τριμελές σχήμα των Μαύρων Κύκλων που τον συνο δεύει και εδώ, καθώς η συνθεσή τους έχει αλλάξει μέσα στο χρόνο. Σίγουρα δεν οφείλεται ούτε στην παραγωγή και την εκτελεστική δεινότητα των μουσικών, αφού η πρώτη είναι καλύτερη απο κάθε άλλη φορά, η δε δεύτερη κρίνεται ικανοποιητική και σίγουρα δεν αδικεί τίς συνθέσεις. Τέλος δεν οφείλεται στον ιδιο τον τραγο υδοποιό, που ούτε ως στιχουργός υστερεί στη κονιστρα του ελληνόφωνου ρόκ (τουνα ντίον, ο Γιώργος Τσίγκος έχει συγγράψει, ούτε λίγο ούτε πολύ τέσσερα βιβλία) ούτε ως ερμηνευτής στερείται θεατρικότητας και εκφραστικότητας.Τότε τι είναι αυτό που εμποδίζει το Tango Βατράχων να απευθυνθεί στους ακρατές του άμεσα, να μας πείσει ότι μας αφορά, να μιλήσει λίγο και για τη δική μας ζωή; Αναζητήστε την ευθύνη στη μουσική φόρμα αυτή καθ' εαυτήν, την οποία ο εν λόγω δίσκος υπηρετεί με συγκηνητική, όπως αναφέραμε, προσήλωση και συνέπεια που δεν σου επιτρέπει να τον προσπεράσεις, πόσο μάλλον να τον διαγράψεις. Εντούτοις, είναι γεγονός ότι οι μετα-πουλικακικές εμμονές και τα μεταλλίζοντα σόλο στη κιθάρα σίγουρα δεν πάνε τη μουσική πιό μπροστά. Είπαμε όμως: αυτό δεν είναι το ζητούμενο για το ν Γιώργο Τσίγκο (έστω κι αν στο Ο Μύθος της Ανεμώνας επιχειρεί να ανανεώσει δραστικά το ηχητικό του οπλοστάσιο, επιστρατεύοντας τις περιρρέουσες ατμόσφα ιρες των συνθετητών), που στα 39 του χρόνια ξέρει πολύ καλά πως ούτε μπορεί, ούτε θέλει να αλλάξει. Μακάρι να βρίσκει πάντοτε παρτενέρ για τα παλιομοδίτικα τανγκό του.
7 Μέρες TV
19-8-00
Το συγκρότημα Γιώργος Τσίγκος και οι Μαύροι Κύκλοι δημιουργήθηκε το 1990. Ο Τσίγκος έχει εκδώσει ήδη τέσσερα βιβλία. Όπως λέει, "με μια βαλίτσα από τα παραμύθια της ζωής ξεκίνησε το ταξίδι στη χώρα της ονειροφαντασίας" και γράφει τους στίχους για τα τανγκό τραγούδια αντλώντας έμπνευση από ταξίδια, παραμύθια και αγάπες.
Αυγή
Δεκέμβριος 2000
...πώς να εξηγήσεις π.χ. αυτή την τόσο "αινιγματική υπόθεση" που λέμε ελληνικό ροκ; Ας δούμε ενδεικτικά την περίπτωση Γιώργος Τσίγκος Και Οι Μαύροι Κύκλοι. Το πέμπτο τους album "Tango Βατράχων" (Minos EMI-5 στα 10) είναι εξαιρετικά αμφίρροπο, αφού από τη μία έχουμε πολύ αυθορμητισμό και ειλικρίνεια, υπερβολική αμεσότητα, εντονότατη συναισθηματική φόρτιση, αυθεντικότητα ψυχικών διαθέσεων και γενικότερα αυτό που θα χαρακτηρίζαμε "ένας γνήσιος και τίμιος άνθρωπος" και από την άλλην ένα απίστευτα "παλαιολιθικό" μουσικό ύφος - είχα καιρό να ακούσω κιθάρες που όχι μόνο να θέλουν να φαίνονται αλλά και να ακούγονται σαν να έχουν ηχογραφηθεί στα μέσα της δεκαετίας του '70! -και μια σχεδόν παιδική στιχουργική αφέλεια από τον Τσίγκο (ο οποίος έχει επίσης εκδόσει μέχρι τώρα και τέσσερα βιβλία). Βάλτε τα τώρα εσείς αυτά στη ζυγαριά και πέστε μου προς τα γέρνει...
Δίφωνο
Χειμώνας 00-01 - Τεύχος 61
Πολύ καιρό προβληματίζομαι με την έκφραση όλων αυτών των νεαρών ή λιγότερο νεαρών που συνήθως μουσικά κυ μαίνονται από το λεγόμενο ελληνικό ραπ μέχρι το επίσης λεγόμενο ροκ ή τη ροκ μπαλάντα. Η εφηβεία, η «ανυπα κοή», η σχεδόν... ορμονική οργή κι ο θυμός που εμπεριέ χουν τα λόγια στα τραγούδια τους συνάδει συνήθως με την ηλικία της σκέψης τους. Δεν μπορώ ωστόσο να παραλείψω το γεγονός πως όλα αυτά τα παιδιά, με εύστοχο ή όχι στίχο, μιλούν για την πραγματική ζωή. Και στα δικά τους τραγούδια υπάρχει ο έρωτας αλλά με άλλον τρόπο: σημερινός, κατακερματισμένος. Στα δικά τους τραγούδια ωστόσο υπάρχει και ό, τι λείπει σχεδόν συλλήβδην από το υπόλοιπο τραγούδι: μια κοινωνική ματιά θαρραλέα και μια έκφραση έξω από τα δόντια. Είναι μια γενιά ιστορικά αδικημένη. Οι δικοί τους νεκροί χάθηκαν από υπερβολική δόση, βρήκαν τον έρωτα γεμάτο θανατηφόρους ιούς, με γάλωσαν με την κουλτούρα της τηλεόρασης, γαλουχήθηκαν από έναν κοινωνικό περίγυρο... ετοιμοπαράδοτο στον πιο πρόστυχο υλισμό που υπήρξε ποτέ. Ακούω και ξανακούω το Tango Bστράxωv που εξέ δωσε πρόσφατα ο Γιώργος Τσίγκος με το συγκρότημα Μαύροι Κύκλοι Ο κ. Τσίγκος ηλικιακά φλερτάρει πια με τα 40, άρα δεν δικαιούται.. ορμονικών άλλοθι Πρόλαβε ζωή λιγότερο φθαρμένη. Γι' αυτό κι ο λό- γος του είναι λίγο μπερδεμένος: πότε καθαρός ποιητής (Aρζεντίνα), πότε παραμυθάς του 2000 (0 μύθος της αvεμώvας), πότε επιτηδευ μένα σκληρός στιχοπλόκος (Tango τωv βατράxωv). Γοητευτική ποικι λία, που δείχνει ένα ισχυρό ταλέντο στη διά του λόγου έκφραση. Αν κάτι θα του καταλόγιζα, είναι κάποια κατάλοιπα... μεταπολίτευσης. Και στη σκέψη και στη διατύπωση («Χίλια xρόνια μακριά από δω / εκεί που βασίλευε ο φόβος και το άδικο / εξεγέρθηκαv τα ερωτευμέvα παιδιά / υψώvοvτας στον ήλιο ξύλιvα σπαθιά» από το Χίλια Χρόνια) . Όπως και να έχει, θεωρώ πως έχουμε να κάνουμε μ' έναν πολύ ενδια φέροντα καλλιτέχνη. Δεν μπορώ να μην σταθώ σε στίχους όπως: «Σαν έρχεται η ώρα που οι δροσοσταλίδες μακιγιάζ φορούv / πεταλούδες μαύρες ξεδιψούv / πίνοντας έρωτες που δεv μπορούv v' αγαπηθούv» ή «Eίναι η θλίψη ερωτευμένη μικρή κοπέλα / είνια η ευτυχία φυγή μο vαξιάς και τρέλα / είναι μια καραμέλα μόvο για δύο / κι ό, τι περισ σεύει περιτύλιγμα αστέγωv στο κρύο» ή την κατάμαυρη αλήθεια που περιγράφει το κομμάτι Ακούω φωvές: «Μια γαμημένη φωνή μου τρώει το κεφάλι. / Τηλεοπτικοί αστέρες με vαρκώvουv πάλι. / Σαv μασκοφό ροι σαλτάρουv οι διαφημιστές. / Τα όvειρά μου τρελοί εκδικητές. / Ακούω φωvές σου λέω, ακούω φωvές. / Το μυαλό μου γεvvά ουρλια χτά σιωπές. / Ακούω φωvές σου λέω, ακούω φωvές. / Σπέρvω φό βους, θερίζω εvοχές». Ακούστε τον Γιώργο Τσίγκο. τα τραγούδια του πατούν πραγματικά στο σήμερα. Δεν ζητάει ν' αλλάξει τον κόσμο με το ρομαντισμό της -νοσηρής διάρκειας- εφηβείας των ροκάδων του '70. Επιχειρεί να υπάρξει μέσα στον κόσμο σκεπτόμενος. Αν δεν ήταν όλα τόσο φθαρμένα, θα μπορούσαμε να τον πούμε κι ένα είδος επαναστά τη. Προσωπικά, εντάσσοντάς τον (αυθαίρετα ενδεχομένως) μέσα σ' ένα «κύμα» νέων καλλιτεχνών που προσπαθούν -όχι πάντα επιτυ χημένα- να βρουν τους δικούς τους ήρωες, να φτιάξουν τους δικούς τους μύθους, να θρηνήσουν τις δικές τους αγάπες, να ξεφύγουν από τα καρτούν-πρότυπα που τους διώκουν , σκέφτομαι μήπως κυοφορεί ται μια νέα μεταπολίτευση. Καλλιτεχνική αυτήν τη φορά.+ Στέλλα Βλαχογιάννη