top of page

ΑΝ 2017

b_667_or_cover11_edited.jpg

ΣΤΙΧΟΙ

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ Σ'ΑΓΑΠΩ

Σε αναζητώ σε υπόγειο χάρτινο σταθμό

στου ρολογιού τους δείκτες τρένο ουρλιαχτό

Δυο φιλιά ξενύχτησαν με εισιτήριο δανεικό

στις γραμμές ένα παιδί έγραψε το τελευταίο σ αγαπώ.


Σε αναζητώ σε λιμάνι γυάλινο πειρατικό

καράβι ναυαγισμένο στων ματιών σου το όνειρο

Δυο αστεράκια πέσαν μέσα σε δάκρυ αλμυρό

στο κύμα ένα παιδί έγραψε το τελευταίο σ αγαπώ.


Σε αναζητώ σε δεντρόσπιτο κρεμαστό

στο στήθος μολυβένια φτερά για φυλαχτό

Δυο αερόστατες καρδιές σε ατσαλένιο ουρανό

στα σύννεφα ένα παιδί έγραψε, το τελευταίο σ αγαπώ.


Σ αυτό το ταξίδι η αγάπη σου, ερωτεύθηκε το θάνατο


Πρώτο μήνυμα χάρτινο αγκάλιασμα στη φωτιά

Πρώτο σκίρτημα γυάλινο είδωλο πέφτει από ψηλά

Πρώτο φίλημα παιδιά που κάρφωσαν σε ξύλινο σταυρό

Το τελευταίο σ αγαπώ.

ΑΝ

Αν έπεσε μαύρο χιόνι στην καρδιά σου

και σκέπασε τα λευκά ονειροφτερά σου

άσ΄ το να λιώσει μέσα στα φιλιά σου


Δεν είναι ο Έρωτάς σου μαύρος άγγελος

ψυχές να κομματιάζει

ούτε η αγάπη σου σφαίρα παγωμένη

σε στήθος να στενάζει

Είναι ο χρόνος που περνά

κι όλα τα αγιάζει

Είναι η καρδιά που συγχωρά

μέσα στης μοναξιάς το αγιάζι.


Αν έπεσε μαύρη ηλιαχτίδα στα βλέφαρά σου

και θάμπωσε το χρώμα πάθους στη ματιά σου

άσ΄ τη να δροσίσει τα χείλη με τα δάκρυά σου


Αν έπεσε μαύρος ουρανός στην αστροφεγγιά σου

κι έσβησε το φεγγάρι στην άδεια κάμαρά σου

άσ΄ τον να ξημερώσει μέσα στην αγκαλιά σου


Αν το ουράνιο τόξο της νύχτας

φυλάκισε σε γυάλινο κάστρο τη χαρά σου

κι η θλίψη σαν μαύρη πεταλούδα

έκλεψε τα χρώματά σου

Μη δειλιάσεις, μη φοβάσαι, μην πονάς

κράτησε ψηλά τα ιδανικά σου

πέτα μαύρη πέτρα και σπάσε για πάντα

ότι σκοτώνει τα όνειρά σου!

ΠΙΚΡΑ

(Γιατί Δε Διασκεδάζεις;)


Είσαι μέσα στο μπαρ, κι όλοι σε κερνάνε

κι όλοι σ΄ αγαπάνε

κορίτσια καραμέλες σου χαμογελάνε

κι όλες σ΄αγαπάνε


Είσαι μέσα στο κλαμπ, κι όλοι σου μιλάνε

κι όλοι σ΄ αγαπάνε

κορίτσια από κρέμα σοκολάτα σε φιλάνε

κι όλες σ΄ αγαπάνε


Πόσο βαριέμαι, πόσο βαριέμαι

Γιατί δε διασκεδάζεις; Γιατί δε διασκεδάζεις;


Είσαι μέσα στη συναυλία κι όλοι χειροκροτάνε

κι όλοι σ΄ αγαπάνε

κορίτσια ζαχαρένια μαζί σου τραγουδάνε

κι όλες σ΄ αγαπάνε


Πόσο βαριέμαι, πόσο βαριέμαι

Γιατί δε διασκεδάζεις; Γιατί δε διασκεδάζεις;


Είσαι στον Παράδεισο κι όλοι σε προσκυνάνε

κι όλοι σε αγαπάνε

κορίτσια στην κόλαση ζαχαροπλάστη ζητάνε

κι όλες στο πάρτυ για εσένα ρωτάνε


Είσαι στην πλατεία, μπάτσοι συμμορίες σε χτυπάνε

στο σχολείο η δασκάλα, οι γονείς σου, σου τη σπάνε

οι φίλοι μετανάστευσαν αλλού,

αλλού η ζωή, κι αλλού τραβάνε

ρακοσυλλέκτες όνειρα από τους κάδους ζητάν΄ να φάνε.

ΤΡΑΝΟΣ ΘΕΟΣ

Είμαι ζωγράφος σας λέω

πιο τρανός κι από θεό

στον καμβά μου έχω τον Πελέ,

μαρμαρένιο εσταυρωμένο Χριστό.

Μουντιάλ σχεδιάζω στον Αμαζόνιο,

την Εβίτα Περόν αγιογραφώ,

τους Νερούδα, Μπόρχες,

Σιμόν Μπολιβάρ συναντώ.


Κι όμως εγώ κάθε νύχτα καίγομαι

στην Resistencia Libertaria

στις φαβέλες της Μπραζίλιας,

στα μπλόκα των Πικεντέρος να ερωτευτώ,

να αγαπήσω και να αγαπηθώ.


Είμαι ηθοποιός σας λέω

πιο τρανός κι από θεό,

υποδύομαι είδωλα των Μάγιας

των Ίνκας, Χεμινγουέι

τον Πάντσο Βίγια αρχηγό

την αγαλμάτινη ελευθερία

να ευλογεί αυτόχθονα πληθυσμό

στου Χόλιγουντ τον έβδομο ουρανό.


Κι όμως κάθε εγώ κάθε νύχτα καίγομαι

στην Λακαντόνα με τον Τσέ αρχηγό

στους Ζαπατίστας, στους μαύρους πάνθηρες

σαν ινδιάνικο όνειρο να ερωτευτώ

να αγαπήσω και να αγαπηθώ.


Είμαι γλύπτης σας λέω

πιο τρανός κι από θεό

’φρικα μάνα η μεγάλη σου καρδιά,

χτυπά στις πυραμίδες,

στο Κιλιμάντζαρο, Σαχάρα

στου Νείλου το ιερό μυστικό

στην πισίνα του διαβόλου

Γούλε Σογίνκα, Φέλα Κούτι

Μαντέλα, στον μαύρο Χριστό.



Κι όμως εγώ κάθε νύχτα καίγομαι

σαν Σαμάνος μάγος στο ναό,

στην παραγκούπολη του απαρτχάιντ

να εξορκίσω την πείνα, τον υποσιτισμό

μια σκλάβα νέγρα να ερωτευτώ

να αγαπήσω και να αγαπηθώ.


Είμαι τενόρος της όπερας

πιο τρανός κι από θεό

στον Γάγγη ποταμό, τραγουδώ

του Ακίρα Kουρασάβα το σπαθί

γυαλίζω στην ’πω Ανατολή,

στην Αγιά Σοφιά ψέλνω,

στο Τατζ Μαχάλ προσκυνώ.


Κι όμως εγώ, κάθε νύχτα καίγομαι

στην Παλαιστίνη, στην Χιροσίμα

στην πλατεία Τιέν Αν Μεν

σαν ανθρώπινο δικαίωμα

την ¨ημέρα των νεκρών¨ να ερωτευτώ

να αγαπήσω και να αγαπηθώ.


Είμαι χορευτής σας λέω

πιο τρανός κι από αρχαίο θεό

την Αφροδίτη της Μήλου χορογραφώ

Τις Καρυάτιδες, τον Γκόγια

Τολστόι, Γκρέκο, Αρθούρο Ρεμπώ

Νταλί, Πικάσο, Κοκτώ

με τη συμφωνική της Βιέννης

στον Βόλγα υμνώ τον ρομαντισμό.


Κι όμως εγώ κάθε νύχτα καίγομαι

στην Καταλονία του ΄36,

στον Μάη του 68

στο Κιλελέρ, στο Πολυτεχνείο

στην πλατεία Εξαρχείων να ερωτευτώ

σε μια κατάληψη να αγαπήσω και να αγαπηθώ.

ΤΩΝ ΚΡΙΝΑΣΤΕΡΙΩΝ

ΤΟ ΦΩΣ

Του καταρτιού έχεις την περήφανη κορμοστασιά

καθρεφτίζεσαι στον ουρανό με ηλιόλουστη ματιά

μοιάζεις του Θεόφιλου, Αιγαίου πελάγου ζωγραφιά

στα χρώματά σου ζευγαρώνει το κύμα στην ακρογιαλιά,

σαν γλυκά χαμογελάς.


Στον κοραλλένιο σου βυθό απάτητα του έρωτα ξωκλήσια

τα χείλη σου μελένια ηλιοτρόπια από άγρια μελίσσια

μοιάζεις Κυκλαδίτικη φεγγοβολιά σαν μια αγάπη περίσσια

κρυσταλλένια νεράιδα χορεύεις λευκοντυμένη στα ερημονήσια,

σαν από έρωτα μεθάς.


Στα κάστρα των θεών σου, ανατέλλει η μουσική αστροφεγγιά

των κριναστεριών το φως, σου χτενίζει τα μαλλιά

μοιάζεις Ιονίου Πριγκιπονήσι, με ονειροχυμούς από φιλιά

να ξεδιψούν οι ναυαγοί σου, όσοι πιστέψαν στην αγάπη παντοτινά,

απ΄ τα βάθη της καρδιάς.


Αχ να ήμουν αητός

να φώλιαζα στις πιο ψηλές σου τις κορφές

εκεί που ανταμώνουν των μοναχών

ανθρώπων οι προσευχές.

Εκεί στου παραδείσου τις παρυφές

εκεί άγγελοι έχουν αγκάλες ανοιχτές

για να χωρούν όλου του κόσμου

οι πληγωμένες οι καρδιές

και να χωρούν και μένα μάτια μου

αφού πια δε με θες.

ΣΤΙΓΜΕΣ

(γιατί δεν αλλάζει αυτός ο γαμημένος κόσμος πατέρα;)


α. Της Ευχής


Στρογγυλεμένα ακρόνειρα

όνειρα γεννημένα στα υγρά νεκροταφεία των ματιών μας

καταγράφουν στο χωροχρόνο καρέ καρέ

τις κραυγαλέες σιωπές του φόβου μας.

Οπλιζόμαστε με σκελετούς αραχνιασμένους

στα ηρωικά πεδία της ηλεκτρονικής ντουλάπας μας.

Κάθε στιγμή που πατάμε τη σκανδάλη

στο τηλεχειριστήριο της συνενοχής μας

κάνουμε πάντα την ίδια ευχή

“Παναγία μου να μην είναι αυτή η σφαίρα

για το δικό μας παιδί στο άλλο ημισφαίριο”.


β. Του Χαμόγελου


Πλαστήκαμε από Γη κι Ουρανό.

Γινόμαστε ωκεανοί στη γυάλα

να παριστάνουμε τα χρυσόψαρα.

’γριος κι ατίθασος ποταμός ο χρόνος μας

βαλτώνει σε βόθρους με ρατσιστικό μίσος.

Γεννηθήκαμε καθάριο νερό

κι από τη πρώτη ανάσα μας

εκπαιδευόμαστε από κρατικούς οχετούς.

Εκκλησιαζόμαστε σε θαλάσσια ενυδρεία

και κολλάμε με σάλιο θείας κοινωνίας

σπασμένους ανθρώπινους καθρέπτες.

Χαιρέκακοι ελεήμονες

πνιγόμαστε σε μια κουταλιά νερό

χαφιεδίζοντας, συκοφαντώντας

βασανίζοντας ζώα

χλευάζοντας κάθε ιδιαιτερότητα

κάθε χρώμα, κάθε διαφορετικότητα

παρακαλώντας τον ιδιωτικό μικροπαράδεισό μας

να στερέψει την πηγή του γείτονα

γιατί η δική μας μόνο λάσπη βγάζει.

Ερωτευμένοι παράφορα

με την εθελοντική εθνοδουλεία

σφουγγίζουμε τους κώλους των αφεντικών

κάνοντας βαρκάδα στην αιματοβαμμένη

λαοθάλασσα των ανέργων

Κι αναρωτιόμαστε υστερικά

πως στέγνωσε η αλήθεια από τα μάτια μας;

Πως στέγνωσε η πίστη μας στον ’νθρωπο;

Πως στέγνωσε η συμπόνοια, η αλληλεγγύη;

Γιατί διάολε δεν υπάρχει

ένας κερατάς θεός

να στεγνώσει τις πληγές της φτώχειας;

Να στεγνώσει τι κάνες των όπλων;

Να στεγνώσει το βούρκο της κόλασής μας;

Να στεγνώσει τα δάκρυά μας;

έστω για μια στιγμή

από τα καθημερινά

κατακρεουργημένα

ανθρώπινα χαμόγελα;


γ. Της Αιωνιότητας


Και την άλλη μέρα

πάλι από την αρχή.

ΟΑΕΔ, χωματερή,

εφημερεύοντα νοσοκομεία,

συσσίτιο, ενορία,

παρακάλια για μεροκάματο.

Aυτόφωρο, κρατητήριο,

ενεχυροδανειστήριο, βρεγμένη χαρτοκούτα.

Έλιωσαν τα πόδια μας πάνω κάτω

κουβαλώντας ρακοσυλλέκτες όνειρα

στην Πανεπιστημίου, στη Σταδίου

στην λεωφόρο απόγνωσης και Ζωοδόχου Πηγής.

Χτίσαμε με τα ίδια μας τα χέρια

τις τσιμεντένιες ιδανικές φυλακές μας

χωρίς γεύση, χωρίς άρωμα.

Βάλαμε στα υποθηκευμένα κελιά μας

συναγερμούς λησμονιάς.

Ξαγρυπνούμε κλειδαμπαρώνοντας

φοβούμενοι την εγκληματική αδιαφορία μας.

Ατσαλώνουμε τραπεζικές βιτρίνες

να ταΐσουμε την κιμαδομηχανή τους.

Μαστουρώνουμε με τηλεοπτικά

δελτία προκατασκευασμένων ειδήσεων.

Αυτοΐκανοποιούμαστε αλυσοδεμένοι

με τα χρυσά άντερά μας.

Στοιχηματίζουμε μανιωδώς

παρατηρώντας άστεγους να τρώνε τις σάρκες τους.

Ποντάρουμε στον κανιβαλισμό

για να χορτάσουμε μέσα μας

το ενοχικό σύνδρομο του επιζώντα.

Καταναλώνουμε με λαχτάρα προϊόντα του κώλου μας

και καμαρώνουμε σαν ευνούχοι αρχιδοξύστες.

Ροκανίζουμε σαν μισθοφορικά κομματικά σκουλήκια

το πτώμα του συνδικαλιστικού μεταξοσκώληκα.

Ηδονοβλεψίες ανοργασμικοί

παρατηρούμε το θάνατο να σνιφάρει

τις άσπρες λωρίδες της ασφάλτου

πλάι στις διαβάσεις των κόκκινων γραμμών της εξουσίας.

Εκεί που είναι εθισμένο

το αίμα κι όνειρο της εργατικής τάξης.

Μια στιγμή που μοιάζει αιωνιότητα.


δ. Της Μαριωρής


Κυρίες και κύριοι απόψε στο χωριό μας

το αθάνατο βουρκολικό έπος

«Η ΘΕΟΜΟΥΝΑ ΠΑΡΘΕΝΑ ΑΓΕΛΛΑΣ

ΜΕ ΤΟ ΕΥΡΩΠΕΟΣ ΚΑΛΠΟΛΟΓΙΚΗΣ ΤΗΣ ΜΝΑΣ».

Κυρίες και κύριοι σήμερις κι αποβραδύς

ο μεγάλοι λαϊκοί πρωταγωνιστές της μιας δραχμής

με τον μεγάλο επιχειρηματικό θίασο της παρακμής.

Ακροβάτες, μάγοι, βολευτές της ντροπής

κι ο εθνικός κλόουν της πατρίδος ο καπηλευτής.

Κυρίες και κύριοι

μια μουντιαλική υπερπαραγωγή για κάθε αλάνι

με την ευγενική χορηγία

από το πολυεθνικό ντουμάνι της εταιρίας

ΔΩΣΕ ΠΡΕΖΑ ΣΤΟ ΛΑΟ

ΝΑ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΤΟ

γιατί όσα δεν φέρνει η στιγμή

τα φέρνει όλα ο κώλος σου Μαριωρή.








ε. Της Ορφάνειας


Μπουκάρεις κι αδειάζεις τα θησαυροφυλάκια

και τα ορυχεία ολάκερου του σύμπαντος.

Φέρνεις τα άστρα μπροστά στα πόδια τους.

Ανακαλύπτεις έτη φωτός στο σκοτάδι του ανθρώπου.

Αλλά δεν ξεχρεώνεις ότι σε ανάγκασαν να δανειστείς.

Γιατί στόχος κάθε στιγμή είσαι εσύ.

Γιατί έχεις χρόνο κι είσαι επικίνδυνος.

Γιατί ζούνε μόνο για να να κλέβουν το χρόνο σου.

Να κερδίζουν από το χρόνο σου.

Να μην σκέφτεσαι τίποτα άλλο.

Παρά να πληρώνεις

Να πληρώνεις, να πληρώνεις

Να χρωστάς, να χρωστάς

Στην Gun Company Oil

να πληρώνεις μαύρο δάκρυ 24 καρατίων για να ζεσταθείς.

Στην World Genius Electric

να χρωστάς ημερομίσθια μαύρης δουλεμπορίας

για φαΐ, σκατό και ύπνο.

Στην Βαnk Fruits Life Ιnsurance

να πληρώνεις παρακαλώντας στα τέσσερα

να αγοράσεις ανθρωπιά το μαύρο Σάββατο.

Στην Moda International Corporation

να χρωστάς για να γαμήσει

το μέλλον των παιδιών σου στη μαύρη αγορά.

Να εκπορνεύεσαι κάθε ώρα και στιγμή

φορώντας λευκό φωτοστέφανο

στα ιδανικά μαύρα σκλαβοπάζαρα της επιβίωσης.

Να έχουν τον χρόνο σου

οι τηλεκοντρολάρχες αυνανιστές

της εικονικής πραγματικότητας

να φτιάχνουν με πλαστικό χρήμα

γελαστές μάσκες βιολογικού πολέμου,

να εξαγοράζουν διαδικτυακά συνειδήσεις,

να κατασκευάζουν τρόπους εκμετάλλευσης

του ανθρώπου από το κτήνος.

Και δεν μπορούν, ε δεν μπορούν

να βρουν μια στιγμή

να απαλύνουν τον πόνο από τα μάτια

ενός άρρωστου ορφανού παιδιού.



στ. Της Ζωής


Κι ως πότε πατέρα θα καταπίνουμε

το διαβολόχορτο των Αγγέλων

ελπίζοντας στην αρχαία παραμύθα

της δανεικής νεκρανάστασης;

Μπορείς να ταΐσεις τους πεινασμένους αμνούς

στα ελεήμονα σφαγεία των λύκων του παραδείσου;

Μπορείς με μια χούφτα δάκρυα

να σβήσεις της κόλασής σου το καμίνι;

Μπορείς με παιδικά χάρτινα καράβια του αρχιπελάγους

να ημερέψεις τον πεινασμένο δράκοντα της προσφυγιάς;

Μπορείς με αρχαγγέλων πολιτικές προσευχές

να σκοτώσεις τον σατανά του κέρδους;

Όχι, η ζωή μας είναι αναρχική κομμούνα

έτοιμη να εξεγερθεί μέσα στις καρδιές των ανθρώπων.

Να μοιραστεί σαν μια μπουκιά ψωμί

ζυμωμένο με αίμα και κρασί

στη μνήμη των δολοφονημένων συντρόφων μας

εκεί στα κοινωνικά οδοφράγματα που μαθαίνεις

να υψώνεις ανάστημα ενάντια στο φασισμό.

Μαυροκόκκινη παντιέρα το αλώνι του μέλλοντος.

Μα θα γενεί κι αλέτρι για να ξεριζώσει

τους αγκυλωτούς σταυρούς της λήθης

από τα χέρσα χωράφια του παρελθόντος

και δρεπάνι θερισμού

για να ταϊστούν όλοι οι πεινασμένοι

να βρουν το δίκιο τους όλοι οι αδύναμοι.

Μια στιγμή συγκομιδής από τη δική μας ελευθερία

είναι η δική τους ολάκερη η μίζερη ζωή.


ζ. Της Συγγνώμης


Σου λένε μάθε να ξεχνάς.

Είναι καλύτερα για όλους.

Θα πονάς λιγότερο.

Να μάθεις να θυμάσαι ρε.

Είναι η άμυνά μας.

Θυμάσαι ρε τις ποδηλατάδες στο βουνό;

Τα πατίνια στις αυτοσχέδιες πίστες;

Τα γκράφιτι και τα συνθήματα στους τοίχους;

Τα χάρτινα καράβια στα λασπόνερα;

Τους πολύχρωμους χαρταετούς

την σκασμένη μπάλα στην αλάνα,

τον πετροπόλεμο, τα σπασμένα τζάμια του

χαφιέ γείτονα

το κυνηγητό, η τσουλήθρα,

οι κούνιες στα κλαδιά των δένδρων

οι πάνινες κούκλες

οι πρώτοι μας σχολικοί πόθοι

οι πρώτες πορείες

τα πρώτα φιλιά να μυρίζουν γιασεμί

η μάνα ζυμωτά κουλούρια και γάλα.

Καλοκαιριάτικες νύχτες με ιστορίες στις ταράτσες.

Πασατέμπο στα θερινά σινεμά.

Γλέντια ρετσίνας με ρεμπέτικα σαρανταπεντάρια

Να στριφογυρίζουν απλωμένες οι ροζιασμένες παλάμες

Τα ανοιχτά λευκά πουκάμισα να ανεμίζουν

πλάι σε δαντελωτά και μεταξένια

να μοσχοβολούν πράσινο σαπούνι κι αγιόκλημα.

Σιμά στο αναμμένο καντήλι

καρφωμένες φωτογραφίες με σκαμμένα πρόσωπα

να φορούν ζιπούνα και ζίπκα της προσφυγιάς.

Τους γονιούς μας να μεταναστεύουν στην

Αμέρικα, στην Γερμανία.

Τα ανήλικα αδέρφια να μπαρκάρουν

Οι αδερφές να γερνούν στα υφαντουργία

να λιώνουν σαν παραδουλεύτρες

Οι νυφάδες να γεννούν στα χωράφια

Στα γιαπιά να σακατεύεται η φτωχολογιά

να θάβεται ζωντανή στους μεταλλευτικούς

τάφους του Λαυρίου.

Η γιαγιά κι ο παππούς από τον ΕΛΑΣ στο ΕΑΤ ΕΣΑ

στην Μακρόνησο, στη Γυάρο,

στον Αη Στράτη, στην Μπουμπουλίνας, στο Γεντί Κουλέ,

στα μπουντρούμια του Βαρδάρη...

Κι ο διορισμένος δημόσιος λειτουργός

να μας κουνά το δάχτυλο

και να μη βρίσκει μια στιγμή

για να ζητήσει συγνώμη από το χώμα που πατεί

εκεί στους οικογενειακούς μας τάφους

της Καισαριανής, της Κοκκινιάς,

Στο Μεσόβουνο της Κοζάνης

στα χωριά ’νω Κάτω Κεδρύλλια,

στο Δομένικο, Κομμένο της ’ρτας, Καλάβρυτα,

στα ολοκαυτώματα Βιάννου και Ιεράπετρας

Μονοδένδρι, Κλεισούρα, Λεβίδι, Κοντομάρι Κυδωνίας,

στο Κερατσίνι.

Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΜΠΕΡΝΤΕΣ

Παιδί του ανυπότακτου Καραγκιόζη

με του Αριστοφάνη την αιχμηρή κριτική

χρόνια πικρής σκλαβιάς με εθνογλυκόζη

σε νανουρίζουν Χατζηαβάτηδες ομοφοβικοί.


Σαββάτο ο μπάρμπα Γιώργος σε σώζει

ξυπνάς Βεληγκέκας του θεού την Κυριακή

κρατικό Σαράι η παράγκα σου δεσπόζει

σαν φέρετρο με τσέπες αγοράζεις γη.


Θέατρο σκιών του παραλόγου

στα φώτα πολιτικού τζόγου

Στα λευκά κελιά του μονολόγου

ζωντανεύουν σκιές ελευθερίας λόγου.

Όσο υπάρχουν φιγούρες δικαστές

θα ΄ναι ιδέες αντιστασιακές

Κι όσο υπάρχουν φυλακές

θα παίρνει φωτιά κι ο μπερντές.


Σε γέννησε η ανάγκη της ελευθερίας

των ποιητών η αγέννητη κραυγή

στους εφιάλτες απόλυτης τυραννίας

σε λυτρώνουν αστέρες χολυγουντιανοί.


Σε ναρκώνουν ύμνοι μυθοπλασίας

αρχαίας τραγωδίας από μηχανής θεοί

στα μαύρα αλώνια ταξικής κοινωνίας

σε πουλάνε αγάδες πολυεθνικοί.


Σε πρωτόπλασε ιδέα Ομηρική

σε γιγάντωσε των ανταρτών η ορμή

των κλεφτών το καριοφίλι η οργή

σε σφάζουν τώρα ραγιάδες τηλεοπτικοί.


Προσμένεις Αη Γιώργη εκδικητή

να σκοτώσει το δράκο που ΄χεις καταπιεί.

Ευνούχισες τη ζωή

καρτερώντας του Αλεξάνδρου την ψωλή!

ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΟΙ

Ο πατέρας στο σαλόνι βλέπει

μαυρόασπρη τηλεόραση

η μητέρα στην κουζίνα ακούει

ράδιο με ενόραση

η αδερφή στο δώμα γυρεύει

βαλεντίνους στην όαση

κι εγώ ζητώ talent show

με εξωγήινη ακρόαση.


Ο γιος με τηλεχειριστήριο

μια αυτόχειρα γλυτώνει

η κόρη με βιντεοκλήση

έναν άστεγο σπιτώνει

η μητέρα με TV ρολόι

τράπεζα απαλλοτριώνει

κι εγώ με 4x4

οργώνω το μπαλκόνι.


Ο εγγονός γράφει σε κινητό

εκ προμελέτης φόνο

η εγγονή με διακτινισμό

γιατρεύει καψούρας πόνο

η γιαγιά σε διαστημόπλοιο

κερδίζει άπειρο χρόνο

κι εγώ με ανθρωποειδή ρομπότ

έμαθα να καυλώνω.


Είμαστε οι δεινόσαυροι της Ανταρκτικής

μπαταρίες του συστήματος, τυφλής υποταγής

Είμαστε οι δεινόσαυροι της Ανταρκτικής

δεκανίκια στο καθεστώς της κάθε εποχής.

ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ

Γεννήθηκα στο Ελληνικό, σε πλινθόκτιστο προσφυγικό

της πόντιας γιαγιάς είχα, το καντήλι για φυλαχτό.

Σακάτης ο πατέρας από τον πόλεμο, μ΄ ένα πόδι λειψό

η μάνα ολημερίς στα χωράφια, για το μεροκάματο.

Ο πατέρας αρρώστησε βαριά, έλιωσε στον πυρετό

κι οι γιατροί κοράκια, του φάγανε το παράσημο

το κάρο του δήμου τον πήγε, στο τελευταίο σπιτικό

η μάνα του ΄κλεισε τα μάτια, με αγκαλιά ένα μωρό.


Κοίτα μου ΄πανε, όπου φτωχός κι η μοίρα του,

γραφτό το ριζικό του, να πουλά το ιδανικό του

να φτύνει αίμα, να γυρνά αιώνια τον τροχό του

να γλύφει όλη του η φαμελιά του αφέντη τα αχαμνά.


Πρώτη δημοτικού λέγανε, σαν βρισιά να το ορφανό

πρώτα γράμματα με χάρακα τιμωρό, μολύβι δανεικό

μου μάθανε να φοβάμαι, της χούντας το δάσκαλο

εθνική ιστορία διάβασα, με λάμπα σε κρύο τσουχτερό.

Είδα τον γείτονα να τραβούν, στην εξορία σαν αναρχικό

να γκρεμίζουν το φτωχικό μας, για να φτιάξουν εμπορικό

μετανάστευσαν οι φίλοι, για απατηλό αμερικάνικο όνειρο

η μάνα δούλα σε μια πατρίδα, δίχως δικαιοσύνη κι ουρανό.


Κοίτα μου ΄πανε όπου φτωχός κι η μοίρα του,

γραφτό το ριζικό του, να πουλά το ιδανικό του

να φτύνει αίμα, να γυρνά αιώνια τον τροχό του

να γλύφει όλη του η φαμελιά του αφέντη τα αχαμνά.


Στα δεκάξι μέλλον παραπαιδείας, σχολειό σωφρονιστικό

με ανακρίνουν ασφαλίτες, για του πατέρα το αντάρτικο

σαν χτες ήταν που χίτες θέρισαν, τα αδέρφια του στο χωριό

σήμερα στην πλατεία οι μπάτσοι, σκοτώσανε έναν ανήλικο.

Βρίσκομαι στο λιμάνι απελπισμένος, με ναυτικό φυλλάδιο

ήρθε χαρτί για να παρουσιαστώ, στης πατρίδας το στρατό

τη μάνα απέλυσαν από τη δουλειά, σαν άρρωστο υποζύγιο

σήμερα βρήκα στη σκοπιά, το συνάδελφο μου αιμόφυρτο.


Κοίτα μου ΄πανε όπου φτωχός κι η μοίρα του,

γραφτό το ριζικό του, να πουλά το ιδανικό του

να φτύνει αίμα, να γυρνά αιώνια τον τροχό του

να γλύφει όλη του η φαμελιά του αφέντη τα αχαμνά.


Στα τριάντα δυό, κλίμα απεργιακό, σε νόμο αντιεργατικό

η μηχανή τρώει σάρκες, πεινά για ατύχημα εργατικό

χαφιέδες σεξιστές σε εκβιάζουν, να γίνεις κομματόσκυλο

εργατοπατέρες λέρες βουλευτές, σε μέτωπο εθνοπατριωτικό.

Ερωτεύθηκα στη φάμπρικα, συντρόφισσα με τσαγανό

μ΄ αξίωσες καρδιά μου, να αγαπήσω και να αγαπηθώ

ορκίστηκα τα παιδιά μας να ζήσουνε, σε κόσμο ελεύθερο

τοκογλύφοι απαιτούνε να τα θυσιάσω, στης επιβίωσης το βωμό.


Κοίτα μου πανε όπου φτωχός κι η μοίρα του,

γραφτό το ριζικό του, να πουλά το ιδανικό του

να φτύνει αίμα, να γυρνά αιώνια τον τροχό του

να γλύφει όλη του η φαμελιά του αφέντη τα αχαμνά.


Τι έχω να χάσω, τι έχω να φοβηθώ; μ΄ ένα χαμόγελο θα αντισταθώ

τον αδερφό μου κατάπιε η θάλασσα, για το κλαμπ το εφοπλιστικό

Τι έχω να χάσω, τι έχω να φοβηθώ; μ΄ ένα χαμόγελο θα αντισταθώ

φτωχός, άνεργος κι άρρωστος, χωρίς ασφάλιση στα πενήντα οκτώ

Τι έχω να χάσω, τι έχω να φοβηθώ; μ΄ ένα χαμόγελο θα αντισταθώ

το παιδί πανεπιστήμιο μεταπτυχιακό, στη Γερμανία σε μεταναστευτικό

Τι έχω να χάσω, τι έχω να φοβηθώ; μ΄ ένα χαμόγελο θα αντισταθώ

η τράπεζα απειλεί να βγάλει το σπίτι μου στο σφυρί, σε πλειστηριασμό.


Κοίτα μου ΄πανε στα μάτια των φτωχών το μίσος είναι ταξικό

κλέψανε το δικαίωμα να ζώ, θα πάρω το δικό τους και θα αντισταθώ

Σαλτάρω τώρα πάνω από το κενό, με τραβάνε σε κελί λευκό

πρέζες, χάπια, βία, φοβία, δυστυχία, για να πάψω να ελπίζω,

και να χαμογελώ.

ΠΑΡΑΓΩΓΗ

Στίχοι: Γιώργος Τσίγκος.
Ενορχήστρωση: Γιώργος Αποστολόπουλος, Mαύροι Κύκλοι.
Η ηχογράφηση έγινε από τον Μάρτιο έως τον Ιούλιο του 2017, στο 133 studio.
Ηχολήπτες : Αδριανός Παπαμάρκου, Tommy Lellos, Ρομίνα Μούτου.
Μίξη : Μιχάλης Σκαράκης - 133 studio.
Mastering : Νάσος Νομικός - Vu Productions Mastering Studio.
Επιμέλεια εξωφύλλου / artwork : Παναγιώτα Παρασκευά.
Φωτογράφιση : Πέτρος Κρεμυζάκης.
Ευχαριστούμε τον Frank (Panx Romana) για όλη την βοήθεια.
Ευχαριστούμε ιδιαίτερα την PRINTXPRESS για την εκτύπωση των εξωφύλλων.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΥΠΟΥ

southernrock.gr -Γιώργος Τσίγκος & Μαύροι Κύκλοι – Αν… Αντώνης Δριβελόπουλος


Γιώργος Τσίγκος & Μαύροι Κύκλοι – Αν…

Αντώνης Δριβελόπουλος - 25 Μάιος 2018

Γιώργος Τσίγκος & Μαύροι Κύκλοι – Αν…

Κοντά μία δεκαετία από τότε που έσκασε η “Β.Ο.Μ.Β.Α.” επιστρέφει ο Γιώργος Τσίγκος και οι Μαύροι Κύκλοι για την καταγραφή όλων αυτών των δύσκολων χρόνων αλλά και με αναδρομές στα προηγούμενα μέσα από τον έβδομο δίσκο τους «Αν…».
Η παρουσίαση ενός δίσκου του Γιώργου Τσίγκου και των Μαύρων Κύκλων είναι πάντα πολύ δύσκολη διότι πρέπει να περιγράψεις σε λίγες μόνο σειρές το έργο του. Είναι τόσα πολλά τα συναισθήματα και οι εικόνες που σου δημιουργούνται που κανονικά η αναφορά θα πρέπει να πιάσει μερικές σελίδες, και όσες περισσότερες φορές ακούς τον δίσκο τόσο πιο δύσκολο γίνεται γιατί κάθε φορά ανακαλύπτεις και νέα πράγματα.
Ας μπούμε στο ρεζουμέ τώρα….
Συλλεκτικός δίσκος σε μόλις 500 αντίτυπα, με εννιά κομμάτια όπως πάντα ελληνόφωνα που κυμαίνονται σε καθαρά rock φόρμες με στοιχεία από punk μέχρι progressive. Δυναμισμός, ένταση, όγκος σε μία πλούσια μουσική θεματολογία, με κάθε κομμάτι να έχει τον δικό του συνθετικό χαρακτήρα. Γεμάτα κομμάτια, άρτια παιγμένα που δείχνει την κλάση των μουσικών και την εμπειρία τους.
Στιχουργικά… σίγουρα ότι πιο επίκαιρο έχει βγει τα τελευταία χρόνια. Πιάνει θέματα κοινωνικά που οι περισσότεροι δεν τολμούν να πουν. Δεν κρύβεται… μας μιλά για την αδικία, τα ψυχολογικά αδιέξοδα που μας έχουν ωθήσει να βιώνουμε, για τις δυσκολίες της εργατικής τάξης. Εναντιώνεται στον φασισμό και τον ρατσισμό της κοινωνίας μας. Τον ταξικό διαχωρισμό που διαιωνίζεται και όσους έχουν κατατάξει εκεί δεν μπορούν να ξεφύγουν. Το σύστημα που καταπίνει τους διαφορετικούς καταστρέφοντας τα ιδανικά τους, αναγκάζοντάς τους να ξεπουλιούνται ξεχνώντας τα όνειρά τους. Για τον χρόνο-ζωή που δεν σου αφήνουν το περιθώριο να έχεις γιατί όπως έλεγε και η μακαρίτισσα η Γώγου ο στόχος είναι το μυαλό. Για την θλίψη που σου στερεί ακόμα και να διασκεδάσεις. Για τον έρωτα με ένα νοσταλγικό τρόπο σαν να έχει χαθεί και από αυτόν η αθωότητα.
Ένας ολοκληρωμένος δίσκος συνθετικά και στιχουργικά από μία μπάντα ορόσημο για την ελληνική rock σκηνή, που τόσα χρόνια ακολουθεί το όραμά της χωρίς να έχει ξεπουληθεί, κρατώντας τον ατόφιο χαρακτήρα της, μιλώντας μας πάντα αληθινά.
Θα κλείσω με ένα στίχο από το ομώνυμο κομμάτι «Αν…»
Μη δειλιάσεις, μη φοβάσαι, μην πονάς
κράτησε ψηλά τα ιδανικά σου
πέτα μαύρη πέτρα και σπάσε για πάντα
ότι σκοτώνει τα όνειρά σου!

Φωνή : ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΓΚΟΣ
μπάσο : ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΟΥΡΑΖΑΝΗΣ
τύμπανα : ΜΑΥΡΙΚΟΣ ΣΚΑΡΑΚΗΣ
κιθάρα : ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

Track list:
Πλευρά Α:
1. Το τελευταίο σ’ αγαπώ
2. Αν…
3. Πίκρα (γιατί δεν διασκεδάζεις)
4. Τρανός θεός
5. Των κριναστεριών το φως
Πλευρά Β
1. Στιγμές (γιατί δεν αλλάζει αυτός ο γαμημένος κόσμος πατέρα;)
2. Ο εθνικός μπερντές
3. Δεινόσαυροι
4. Το χαμόγελο


Facebook: ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΓΚΟΣ και οι ΜΑΥΡΟΙ ΚΥΚΛΟΙ
Youtube: https://www.youtube.com/channel/UCX3XgeA3REwKNop95wlVOtQ


Για το Southernrock.gr  Αντώνης Δριβελόπουλος

Για το ΧΑΜΟΓΕΛΟ

Γεια σας ωρέ hellinares εδώ μέσα
Μας έχετε πρήξει με το ποιος είναι πατριώτης και ποιος πέθανε φτωχός αρχιδοχουντέος (σκατά στον τάφο του για λίπασμα) και πως για όλα τα φταίνε οι πρόσφυγες κι όλοι οι άντρακλες να πούμε θέλουνε να κάψουνε τα γυναικόπαιδα...
Εμένα ή μάνα μου και εκατοντάδες χιλιάδες γιαγιάδες ήταν προσφυγοπούλες από τον Πόντο κι από Μικρά Ασία κλπ.
Ο πατέρας μου παρασημοφορημένος για την ανδρεία του Μακεδόνας κι ο παππούς μακεδονομάχος πέθαναν πάμφτωχοι. Ο πατέρας μου για να ζήσει 3 παιδιά πουλούσε ανάπηρος τσιγάρα με ένα βαλιτσάκι γυρνώντας τα γραφεία των αναίμακτων δοσίλογων συμπολεμιστών του που είχαν γίνει ¨εντελώς τυχαία¨ αξιωματικοί. Πέθανε σε ένα προσφυγικό ερείπιο και τον πήρε το κάρο του δήμου να τον πάει στο νεκροταφείο.
Η μητέρα μου ορφάνεψε από νωρίς και 14 χρονών έφυγε από το χωριό της, τα προσφυγικά στον ’γιο Κωνσταντίνο ξεπουλώντας σε μαυραγορίτες ότι είχε και δεν είχε για να έρθει να δουλέψει υπηρέτρια στην Αθήνα.
Και είναι πάρα πολλοί συνάνθρωποι μας που αγωνίστηκαν κι έφυγαν φτωχοί. Ευτυχώς έχουμε ακόμα μερικοί σε αυτό τον τόπο μνήμη και ταξική συνείδηση και οι πληγές από τα βασανιστήρια και τις εξορίες πονάνε ακόμα τα κόκκαλα των πατεράδων μας. Λίγος σεβασμός,,,αλλά που να βρεθεί βρε αδερφέ;
ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΕΙΝΑΙ Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ ΘΑ ΕΛΕΓΑ...ΔΕΝ ΕΧΩ ΓΙΝΕΙ ΑΚΟΜΑ 58 ΑΛΛΑ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΧΑΜΟΓΕΛΩ ΚΑΙ ΝΑ ΠΥΡΟΒΟΛΩ ΚΙ ΑΥΤΟ ΑΝΗΣΥΧΕΙ ΤΟΝ ΥΠΝΟ ΜΕΡΙΚΩΝ ΜΕΡΙΚΩΝ.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ


To blog του Μανώλη Νταλούκα - http://freedomgreece.blogspot.gr




Ο Γιώργος Τσίγκος (φωτο Μ.Νταλούκας 2018), με το συγκρότημα του Οι Μαύροι Κύκλοι,  κυκλοφόρησε στην εκπνοή του 2017, τον δίσκο Αν, που καταγράφεται στα σημαντικά έργα του ελληνικού ροκ. Μιλάμε για βινύλιο, με διπλό εξώφυλλο που περιλαμβάνει και δώρο, ένθετο CD. 


Η έκδοση δεν έγινε από δισκογραφική εταιρεία. Ο Γιώργος Τσίγκος, κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την κυκλοφορία, κερδίζοντας κάποια χρήματα, πουλώντας στην ανακύκλωση, χαρτί και μέταλλα που μάζευε από τα σκουπίδια. Respect.   


Τα τραγούδια, είναι πολύ οργισμένα.

Ο Τσίγκος, βγάζει όλο τον θυμό του για την κοινωνική αδικία, και την άκρατη φτώχεια που γνώρισε από παιδί, μεγαλώνοντας σε μια παράγκα, με άλλα δύο αδέλφια, και μία μάνα που ξενόπλενε για να τους μεγαλώσει.

Αν και εγκατέλειψε το Σχολείο στα 16 του χρόνια, μπαρκάροντας για να βοηθήσει την οικογένεια, ο στίχος του σου δίνει την εντύπωση πως γράφτηκε από έναν πολύ σπουδαγμένο. Ο λόγος είναι πως ο Τσίγκος, ποτέ δεν σταμάτησε να διαβάζει και μάλιστα, έχει γράψει και τυπώσει βιβλία και ποιήματα, που δείχνουν πως αγαπούσε τα γράμματα, αλλά η μοίρα το έφερε έτσι, να μην μπορέσει να τελειώσει σπουδές.


Σε όλα τα τραγούδια, μας δίνει εικόνες από την μεγάλη περιπέτεια της ζωής του. Το πιο αυτοβιογραφικό, είναι το Χαμόγελο, όπου και πιάνει την ιστορία από την αρχή...


Γεννήθηκα στο Ελληνικό, σε πλινθόκτιστο προσφυγικό

της πόντιας γιαγιάς είχα, το καντήλι για φυλαχτό...

www.rockap.gr - Γιώργος Τσίγκος & Οι Μαύροι Κύκλοι – Αν

Γιώργος Τσίγκος & Οι Μαύροι Κύκλοι – Αν
21 Δεκεμβρίου 2017
Δισκοκριτικές album
470

Αν όλοι οι άνθρωποι ήταν αλληλέγγυοι. Αν έδινες απλόχερα χωρίς να περιμένεις να πάρεις. Αν, αν, αν… Οι καιροί που διανύουμε σίγουρα είναι δύσκολοι από πολλές απόψεις. Έννοιες όπως ανθρωπιά και αλληλεγγύη τείνουν να εξαφανιστούν στο βωμό του παρτακισμού, του ωχαδερφισμού και της αποβλάκωσης. Αν όχι για όλους, για τους περισσότερους τουλάχιστον. Κάποιοι, μέσα από τις δυσκολίες και το βαρύ κλίμα που επικρατεί (που μας έχουν επιβάλλει δηλαδή), παλεύοντας με τους δαίμονές τους, βρίσκουν πάτημα και ψυχικό σθένος να εκφράσουν αυτά που έχουν μέσα τους προσπαθώντας να απαντήσουν σε όλα αυτά τα ΑΝ…

Ο Γιώργος Τσίγκος και οι Μαύροι Κύκλοι βγαίνοντας από την αδράνεια βρήκαν το ψυχικό σθένος μέσα στη γενική απογοήτευση και μιζέρια των καιρών, να ορθώσουν ανάστημα καταθέτοντας τους προβληματισμούς, τις αγωνίες τους, τα πάθη τους, τις λύπες, τα δεινά τους που έλεγαν και τα Διάφανα Κρίνα, με την πολύτιμη βοήθεια κάποιων φίλων και συνοδοιπόρων, όπως αναφέρουν και οι ίδιοι. Όσο εύκολο κι αν ακούγεται, δεν είναι! Αν αναλογιστείς φυσικά ότι το κάνεις χωρίς τα αρπακτικά που σε ταιζουν με ξεροκόμματα περιμένοντας να πεθάνεις για να σε κατασπαράξουν (αν και οι περισσότερες εταιρίες πήραν αυτό που τους άξιζε στο τέλος), βάζοντας τις δικές σου πλάτες, αυτό σε χαροποιεί ακόμα περισσότερο. Ίσως τελικά αυτή η κρίση να συσπειρώνει τον κόσμο σηκώνοντας ψηλά κωλοδάχτυλα σε μανατζεραίους και εταιρίες.

Έχουν περάσει 9 χρόνια από την τελευταία τους δουλειά με τίτλο ΒΟΜΒΑ την οποία την περιμέναμε κι αυτή με ανυπομονησία αν αναλογιστούμε ότι  κυκλοφόρησε 8 χρόνια μετά το Ταγκό βατράχων. Μετρώντας λοιπόν τον έβδομο κατά σειρά δίσκο και με τίτλο ΑΝ μας παρουσιάζουν 9 συνθέσεις που ντύνονται με τους ποιητικούς στίχους του Γιώργου Τσίγκου. Ένας δίσκος που ίσως να είναι και καθοριστικός για την μπάντα γιατί αν σκεφτούμε ότι βγαίνει κυκλοφορία ανά 8-9 χρόνια ίσως να είναι και ο τελευταίος τους, αν και το απευχόμαστε!

Ηχητικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι μερικά κομμάτια πιο ριφάτα είναι σαν μουσική συνέχεια του προηγούμενου άλμπουμ και άλλα δένουν όμορφα στους ήχους των πρώτων βημάτων της μπάντας. Θα ακούσεις δυνατά μεταλλικά κομμάτια με τον νέο κιθαρίστα να έχει προσθέσει τις δικές του πινελιές, συνθέσεις με πιο πανκ ρυθμούς, αλλά και πιο ατμοσφαιρικούς ήχους. Αν θες πραγματικά να καταλάβεις τι εστί «Γιώργος Τσίγκος & οι Μαύροι Κύκλοι» να ακούσεις το κομμάτι «Στιγμές».

Ειλικρινά δεν θα ήθελα να αναλωθώ σε σχόλια τύπου μουσικός διθύραμβος ή για το πόσο καλός είναι ο στίχος και να αρχίσω τις βαρύγδουπες αναλύσεις μουσικοκριτικών. ’λλωστε δεν είμαι κι όλας! Τον Γιώργο τον γνωρίζεις μέσα από την πορεία του από τις αρχές του ’90 και για το μουσικό έργο που έχει αφήσει (και όχι μόνο.) Οι στίχοι του μόνο να σε ταξιδέψουν μπορούν και να σε προβληματίσουν και η φωνή του να σου θυμίσει την παιδική σου ηλικία.

Φορέστε λοιπόν τα ασημίζοντα ρόδινα ονειροφτερά σας και ταξιδέψτε στη μουσική του Γιώργου Τσίγκου και των Μαύρων Κύκλων.

Για παραγγελίες του δίσκου:

giorgostsigos@yahoo.gr
Στηρίξτε την ανεξάρτητη προσπάθεια. 20 ευρώ συνολικά περιέχοντας βινύλιο και cd μαζί με έξοδα αποστολής και αντικαταβολής.

Για το Rockap.gr … Ανδρέας Σεϊντής

bottom of page